- κρεοζώτο
- κρεόζωτον τό фарм, креозот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… … Dictionary of Greek
σωσίκρεας — το, Ν (φαρμ.) (παλαιότερα) κρεόζωτο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι (< σώζω, πρβλ. σωσίβιος) + κρέας. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. creosote (βλ. λ. κρεόζωτο) και μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ.… … Dictionary of Greek
κρεόσωτο — το βλ. κρεόζωτο … Dictionary of Greek
ξυλόπισσα — η χημ. πυκνόρρευστο υγρό, προϊόν τής εξανθράκωσης ή ξηράς απόσταξης τών ξύλων, που με κλασματική απόσταξη αποδίδει κρεόζωτο, πισσέλαια και πίσσα, δηλ. το κοινό κατράμι … Dictionary of Greek
Ράιχενμπαχ Καρλ Λούντβιχ — (Reichenbach, 1788 – 1869). Γερμανός φυσικοχημικός και βιομήχανος. Υπήρξε ιδρυτής των πρώτων μεγάλων σιδηροχυτηρίων, καμινιών ξυλανθράκων, εργοστασίων κατασκευής μηχανών και επεξεργασίας του σίδερου. Το 1830 ανακάλυψε την παραφίνη και το 1832 το… … Dictionary of Greek